- ἡδυφάρυγξ
- ἡδῠ-φάρυγξ [ᾰ], υγγος, ὁ, ἡ,A sweet to the throat, prob. in Philox.2.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδυφάρυγξ — ἡδυφάρυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) γλυκός στον φάρυγγα, κατά την κατάποση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φάρυγξ] … Dictionary of Greek